- μυστηρις
- μυστηρίς-ίδος (ῐδ) adj. f мистерийная, мистическая
(τελεταὴ Βάκχου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τελεταὴ Βάκχου Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μυστηρίς — μυστηρίς, ίδος, ἡ (Α) ανώμ. θηλ. τού μυστηρικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήρ ιον + επίθημα ίς (πρβλ. βλιστηρ ίς, μαχαιρ ίς, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. *μυστήρ)] … Dictionary of Greek
μυστηρίδας — μυστηρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηρολογώ — μυστηρολογῶ, έω (Μ) κρυφομιλώ, συνεννοούμαι μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *μυστηριολογώ < μυστήρ ιον + λογῶ*, εκτός και αν το α συνθετικό τής λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μυστήρ (πρβλ. μυστηρίς, μυστηρικός)] … Dictionary of Greek